-
1 наружный
наружный ' εξωτερικός" \наружный вид η εξωτερική Γεμφάνιση· \наружныйое (лекарство) το φάρμακο εξωτερικής χρήσης* * *нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης
-
2 наружный
επ.1. εξωτερικός•наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•
-ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•
-ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•-ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης. -
3 наружный
нару́жн||ыйприл1. (внешний) ἐξωτερικός:\наружныйый карман ἐξωτερική τσέπη· \наружныйые стены ἐξωτερικοί τοίχοι· \наружныйое средство τό φάρμακο ἐξωτερικής χρήσεως·2. (показной) ἐπίπλαστος, φαινομενικός:\наружныйое спокойствие φαινομενική ήρε-μία. -
4 εξωτερικός
[эксотэрикос] εκ. наружный, внешний, заграничный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξωτερικός
-
5 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
-
6 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
7 шатун
тех. ο διωστήραςразг. η μπιέλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шатун